Εξ αφορμής των προσφάτων -εξαιρετικώς καταστροφικών- δασικών πυρκαϊών στην Αττική, την Εύβοια, την Ηλεία κ.α. ανακινήθηκε μια συζήτηση περι της εν γένει νομιμότητας της Ιπποκρατείου Πολιτείας ως περιπτώσεως οικιστικής αξιοποιήσεως περιοχής δασικού χαρακτήρα. Επι του ζητήματος, λεκτέα τα εξής:
Η όποια κριτική ασκείται σήμερα επι τη βάσει της ορθότητος ή μη της υπ’ αριθμόν 2282/1992 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι άνευ πρακτικού αντικειμένου. Θεωρητικές κρίσεις, ασφαλώς, μπορούν και πρέπει να εκφέρονται, ιδίως στο πλαίσιο ενός γόνιμου διαλόγου για την τελική διαμόρφωση και την εδραίωση, επι τέλους, ενός σταθερού και συνεκτικού θεσμικού πλαισίου που θα εξασφαλίζει την προστασία των δασικών εκτάσεων σε συνδυασμό, πάντοτε, με τις στοιχειώδεις αρχές προστασίας των θεμιτώς, ούτως ειπείν, κτηθέντων περιουσιακών δικαιωμάτων των πολιτών. Είναι, νομίζω, προφανές και στον πλέον αδαή: Το τεράστιο αυτό ζήτημα, ως προεξετέθη, περιορισμένως δύναται να επιλυθεί σε νομικό/δικαστικό επίπεδο. Σε μια χώρα όπου έχουν ανεγερθεί (αυθαιρέτως ή όχι) χιλιάδες κατοικιών επι δασών, η μακρόπνοη επίλυση του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να πραγματωθεί στο πλαίσιο ενός ακραίου περιβαλλοντικού ακτιβισμού. Σύνθεση και στάθμιση περιβαλλοντικών προταγμάτων και πραγματικών (δημιουργηθεισών) αναγκών αποτελεί τη μόνη βιώσιμη αντιμετώπιση του ακανθώδους ζητήματος.
Το ζήτημα, λοιπόν, αν η εξαίρεση της εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας σε δασικές περιοχές απαιτεί, μεταξύ άλλων, ρυμοτομικό σχέδιο όχι, απλώς, εγκεκριμένο (κατά το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 3§6 Ν. 998/1979) -όπως εδέχθη η πλειοψηφία της Ολομελείας του ΣτΕ στην 2282/1992- αλλα «έγκυρο» και δή υπο την έννοια της μη αντιθέσεως προς τις προστατευτικές των δασών συνταγματικές διατάξεις, έτσι ώστε να επιβάλλεται η ανάκληση «αθεμίτων» ρυμοτομικών σχεδίων επι δασικών εκτάσεων -όπως εδέχθη η μειοψηφία στην αυτή ως άνω απόφαση- μπορεί ν’ αποτελεί, μέχρι σήμερα, αντικείμενο έντονης θεωρητικής διαφωνίας (αφού η επ’ αυτού απάντηση συνιστά, πράγματι, απόφανση περι του πώς σταθμίζονται, εν προκειμένω, τα αντιτιθέμενα αγαθά της προστασίας του δασικού περιβάλλοντος και της ατομικής ιδιοκτησίας), δεν είναι, όμως, δυνατό να οδηγήσει σε ανατροπή της δικανικής κρίσεως ούτε, ασφαλώς, άμεση (αφού το ζήτημα εκρίθη κατά τρόπο άμεσο και με ισχύ δεδικασμένου), ούτε έμμεση (δια παρεμπίπτοντος ελέγχου επι αιτήσεων ακυρώσεως, π.χ. αδειών δομήσεως στην περιοχή). Το τελευταίο, δε, καθ’ όσον και υπο την οπτική της μειοψηφίας της ενδιαφέρουσας, εν προκειμένω, ΣτΕ 746/2006 (δεδομένου ότι η πλειοψηφία της ιδίας ως άνω αποφάσεως απεδέχθη περιορισμένη δυνατότητα τέτοιου ελέγχου) «δεν είναι επιτρεπτός κανενός είδους περιορισμός του παρεμπίπτοντος ελέγχου των κανονιστικών πράξεων, βασικής αρχής του δικαίου των διοικητικών διαφορών, που απορρέει από το κατοχυρούμενο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Και τούτο διότι σκοπός της αρχής του παρεμπίπτοντος ελέγχου του απρόσωπου και αφηρημένου κανόνα δικαίου, του οποίου τα αποτελέσματα δεν εξαντλούνται σε μια ατομική περίπτωση, αλλά που προορίζεται να εφαρμοστεί σε πολλές μελλοντικές περιπτώσεις, είναι η δυνατότητα έμμεσης προσβολής του κανόνα αυτού από πρόσωπα, τα οποία κατά τον χρόνο έκδοσης της κανονιστικής πράξης και εντός της προθεσμίας ευθείας προσβολής της με αίτηση ακύρωσης δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις (τον αναγκαίο δεσμό με την πράξη) να την προσβάλουν ευθέως. Ο χρονικός περιορισμός του ελέγχου αυτού θα οδηγούσε στο άτοπο η κανονιστική πράξη να θεωρείται μετά την πάροδο του κατά τα ως άνω χρονικού διαστήματος ως έχουσα «αμάχητο τεκμήριο» νομιμότητας, ακόμα και στην περίπτωση που είχε τυχόν κριθεί από τα δικαστήρια με παρεμπίπτοντα έλεγχο, εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, ως παράνομη». Εν προκειμένω, ήτοι δια της αιτήσεως ακυρώσεως επι σιωπηρής αρνήσεως της Διοικήσεως ν’ ανακαλέσει το άνω ρυμοτομικό σχέδιο που οδήγησε στην έκδοση της ΣτΕ 22828/1992, προεκλήθη τέτοιος άμεσος δικαστικός έλεγχος της εν λόγω κανονιστικής πράξεως!
Αναβίωση του ζητήματος και επαναφορά της κριτικής επι της ως άνω αποφάσεως (και κάποιων που επακολούθησαν επι συναφών θεμάτων) ουδεμία άλλη ανάγκη εξυπηρετεί (αφού το ζήτημα έχει κλείσει οριστικώς σε νομικό/δικαστικό επίπεδο) πλήν, ως προεξετέθη, του προβληματισμού για το μέλλον και για τη χάραξη της δέουσας (και όσο το δυνατόν συναινετικότερης) πολιτικής διευθέτησης του μείζονος ζητήματος εφ’ εξής, ήτοι εκεί όπου το νομικό καθεστώς δεν έχει υποβληθεί, ήδη, σε δικαστική κρίση!
Αθανάσιος Γεώργιος Ράλλης
Δικηγόρος
p: +306940374513 p/f: +302109413189
a: Stournari str. 39 10683 ATHENS GREECE
w: akis.rallis@gmail.com
(*) Σε απάντηση δημοσιεύματος https://dasarxeio.com/2021/08/09/100215/